αναδιορισμός

αναδιορισμός
Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία από την παραίτηση ή την απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα, όταν αυτή έχει αρθεί και με την προϋπόθεση ότι είχε διανυθεί τριετής μόνιμη υπηρεσία πριν από την απόλυση και ότι υπάρχουν ακόμα τα ουσιαστικά προσόντα.
* * *
ο
ο εκ νέου διορισμός υπαλλήλου σε θέση στην οποία άλλοτε είχε διοριστεί και από την οποία έχει ήδη απομακρυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. λ. < αναδιορίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδιορισμός — ο ξαναδιορισμός: Ο αναδιορισμός του δημοσιεύτηκε στην «Eφημερίδα της Κυβερνήσεως» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”